- ανθρακεμπορία
- η , ανθρακεμπόριον τό торговля углем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθρακεμπορία — η (κ. ανθρακεμπόριο, το) 1. το επάγγελμα του ανθρακέμπορου 2. το εμπόριο των ανθράκων … Dictionary of Greek